ἀβακίσκος

ἀβακίσκος
ἀβακίσκος, Feld eines Mosaikfußbodens, Mosaiktäfelchen

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αβακίσκος — ἀβακίσκος, ο (Α) [άβακας] 1. μικρή πέτρα ή ψήφος κατάλληλη για ψηφιδωτό 2. το ίδιο το ψηφιδωτό ή μέρος του …   Dictionary of Greek

  • ἀβακίσκοις — ἀβακίσκος small stone for inlaying masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άβακας — I Αρχιτεκτονικό στοιχείο, χαρακτηριστικό των αρχαίων ρυθμών: η πέτρινη ή μαρμάρινη, τετράγωνη, πολυγωνική ή κυκλική πλάκα, που είναι τοποθετημένη επάνω από το κιονόκρανο. Μικρού πάχους κατά την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα, αποκτά μεγαλύτερο ύψος στη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”